- στρατιά
- η, ΝΜΑ, και ιων. τ. στρατιή Α [στρατός]σύνολο στρατευμάτων με ενιαία διοίκησηνεοελλ.πολυάριθμος στρατός ξηράς και, ειδικότερα, ο μεγαλύτερος στρατιωτικός σχηματισμός αποτελούμενος από σύνολο σωμάτων στρατού ή συγκροτημάτων ή μονάδων διαφόρων όπλων και σωμάτων υπό ενιαία διοίκηση αντιστρατήγου («Γ' στρατιά»)νεοελλ.-μσν.μτφ. πλήθος ανθρώπων ή ζώων («στρατιές ανέργων»)αρχ.1. στρατός, στράτευμα2. η στρατιωτική δύναμη τής ξηράς, σε αντιδιαστολή προς το ναυτικό3. (γενικά) συντεταγμένο, στρατιωτικό ή μη, σώμα («αἱ στρατιαὶ τῶν οὐρανῶν», ΠΔ)4. (σπάν.) εκστρατεία5. φρ. α) «έπὶ στρατιᾱς» — σε καιρό εκστρατείας (Αριοτοφ.)β) «ἴτε ἐπὶ στρατιάν» — πηγαίνετε να υπηρετήσετε στον στρατό (Αριστοφ.).
Dictionary of Greek. 2013.